σικιμικός

σικιμικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «σικιμικό οξύ»
χημ. κυκλική οργανική ένωση, υδροξυοξύ που εξάγεται από πάμπολλα φυτά και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη βιοσύνθεση, από τα γλυκίδια, φυσικών προϊόντων, παραγώγων τού βενζολίου, όπως λ.χ. τής φαινυλαλανίνης, τής τυροσίνης, τής θρυπτοφάνης κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”